ανέλατος

ανέλατος
-η, -ο (Α ἀνέλατος, -ον)
αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση
αρχ.
βλ. ανήλατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανέλατος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να απλώσει με σφυρηλασία: Ο χυτοσίδηρος είναι ανέλατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνελάτου — ἀνέλατος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέλατον — ἀναιρέω take up aor imperat act 2nd dual ἀναιρέω take up aor ind act 2nd dual (homeric ionic) ἀνέλατος masc/fem acc sg ἀνέλατος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”